- αἰδοιώδης
- αἰδοιώδης, ες,A like the αἰδοῖα, Arist.HA541b8, Thphr.HP3.7.4, 8.2.1
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αιδοιώδης — αἰδοιώδης, ες (Α) [aἰδοῑον] ο όμοιος με αιδοίο … Dictionary of Greek
αἰδοιώδη — αἰδοιώδης like the neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αἰδοιώδης like the masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αἰδοιώδης like the masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰδοιῶδες — αἰδοιώδης like the masc/fem voc sg αἰδοιώδης like the neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιδοίο — Τα γεννητικά όργανα της γυναίκας. Περιλαμβάνει τα εξωτερικά γεννητικά της όργανα, δηλαδή το εφηβαίο ή όρος της Αφροδίτης, τα μεγάλα και τα μικρά χείλη (ή νύμφες), μεταξύ των οποίων βρίσκεται ο πρόδομος, η κλειτορίδα, το έξω στόμιο της ουρήθρας,… … Dictionary of Greek